- ονολάτρης
- οχλευαστική ονομασία που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στους Ιουδαίους, αρχικά, αργότερα και οι Ιουδαίοι στους χριστιανούς τών πρώτων χρόνων, με την κατηγορία ότι λάτρευαν τον όνο ή ομοίωμα όνου ως θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + λάτρης. Η λ., στον λόγιο τ. ὀνολάτραι (ὀνολάτρης), μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.